- σκληροβίοτος
- σκληροβίοτοςleading a hard lifemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκληροβίοτος — ον, Α σκληρόβιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + βίοτος «βίος» (< βίος* + επίθημα τος)] … Dictionary of Greek